Ντόπιος στα γαλλικά
Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
natal, originaire, domestique, autochtone, natif, national, maternel, aborigène, naturel, indigène, native
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντόπιος
ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ντόπιος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- ντροπαλότητα στα γαλλικά - timidité, sauvagerie, pudeur, la timidité, de timidité, gêne
- ντόμπρος στα γαλλικά - duperie, abrupt, rugueux, accore, loyal, sincère, raide, ...
- ντόρος στα γαλλικά - vacarme, rumeur, tumulte, charivari, boucan, clameur, désordre, ...
- ντύνομαι στα γαλλικά - vêtent, revêtir, robe, vêtez, vêtons, habit, habillent, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: natal, originaire, domestique, autochtone, natif, national, maternel, aborigène, naturel, indigène, native
Μεταφράσεις: natal, originaire, domestique, autochtone, natif, national, maternel, aborigène, naturel, indigène, native