Périple στα ελληνικά

Μετάφραση: périple, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταξιδεύω, ταξίδι, μεταναστεύω, Trek, οδοιπορικό, πεζοπορία
Périple στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjoignit στα ελληνικά - adjoined, εφαπτόμενα, εφάπτεται, εφάπτονται, γειτονεύει
  • audacieux στα ελληνικά - τόλμη, θαρραλέος, τόλμημα, τολμηρός, έντονος, γενναίος, τολμηρή, ...
  • bonifié στα ελληνικά - ενισχυμένη, αυξημένη, βελτιωμένη, ενισχυμένης, βελτιωμένες
  • changée στα ελληνικά - άλλαξε, αλλάξει, μεταβληθεί, άλλαξαν, αλλάζει
Τυχαίες λέξεις
Périple στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταξιδεύω, ταξίδι, μεταναστεύω, Trek, οδοιπορικό, πεζοπορία