Λέξη: ρόδα

Σχετικές λέξεις: ρόδα

ρόδα τσάντα και κοπάνα, ρόδα τσάντα και κοπάνα 1, ρόδα είναι και γυρίζει, ρόδα κοιλιακών, ρόδα ρόδος, ρόδα τσάντα και κοπάνα 2, ρόδα τσάντα και κοπάνα 2010, ρόδα τσάντα και κοπάνα 4, ρόδα καμπακακης, ρόδα τσάντα και κοπάνα 3

Συνώνυμα: ρόδα

λάστιχο, γύρος τροχού, περίζωμα, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, τροχός, τιμόνι, κύλινδρος, τροχίσκος, έλκυστρο

Μεταφράσεις: ρόδα

ρόδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wheel, tire, knob, roses, Ferris wheel

ρόδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rodar, rueda, bicicleta, ruedas, rueda de, la rueda, volante

ρόδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrrad, laufrad, rad, Rad, Rades, wheel

ρόδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vélo, charrier, volant, cercle, timon, rond, gouvernail, bicyclette, tourner, roue, roues, la roue, molette

ρόδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bicicletta, ruota, volante, ruote, rotella, ruota di

ρόδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roda, bicicletas, bicicleta, trigo, rodas, roda de, volante, da roda

ρόδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rad, fiets, wiel, tweewieler, wielen, wheel, stuur

ρόδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
велосипед, руль, колесо, скат, рулетка, прялка, выкатывать, колеса, колес, колесные

ρόδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ratt, sykkel, hjul, kjøre, hjulet, rattet

ρόδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ring, ratt, hjul, hjulet

ρόδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laikka, pyörä, polkupyörä, rullata, ohjauspyörä, kehrä, pylpyrä, pyöräiset, pyöräinen, pyörän, ohjauspylväs

ρόδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rat, hjul, cykel, hjulet, rattet, fælg

ρόδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vézt, kroužit, kruh, otáčet, kormidlo, kolo, kutálet, pojíždět, kolečko, kola, kolové, kol

ρόδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kierownica, toczyć, ster, kręcić, wozić, przejeżdżać, koło, tarcza, koła, kołowe

ρόδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerék, kerékpár, kerekű, kereket, kerekes, lapátkerekes

ρόδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bisiklet, çark, tekerlek, tekerlekli, simidi, teker, tekerleği

ρόδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлеститися, колесо, колеса

ρόδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrotë, biçikletë, timon, rrota, wheel, rrota e

ρόδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
велосипед, колело, колела, колесни, колесен

ρόδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каток, кола, руль, колесо

ρόδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keelitamine, ratas, ratta, rool, sild, allaklapitav

ρόδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kotačić, kotrljati, kolo, kotač, kotača, upravljača

ρόδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjól, Wheel, hjólið, hjólum, hjólinu

ρόδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rota

ρόδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ratas, dviratis, vairas, ratų, rato, krautuvai su

ρόδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rats, velosipēds, ritenis, riteņu, frontālais, riteņa, stūre

ρόδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
велосипедот, тркалото, тркала, на тркала, тркало, воланот

ρόδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roată, bicicletă, roți, roti, roții, roata de

ρόδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolo, kolesa, wheel, kolesih, volan

ρόδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolo, koleso, volant, bicykel, kôl, tipovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: ρόδα

Τυχαίες λέξεις