Partiel στα ελληνικά
Μετάφραση: partiel, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, μερικός, μερίδιο, αποσπασματικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
Μεταφράσεις
- adaptation στα ελληνικά - διασκευή, διακανονισμός, στέγαση, προσαρμογή, τακτοποίηση, εκδοχή, ρύθμιση, ...
- blessâmes στα ελληνικά - τραυματισμένος, λαβωμένος
- chique στα ελληνικά - λίρα, λίρες, quid, αντιστάθμισμα, αντιστάθμιση του κόστους
- cive στα ελληνικά - CIVE
Τυχαίες λέξεις
Partiel στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, μερικός, μερίδιο, αποσπασματικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική
Μεταφράσεις: χωρίζω, μερικός, μερίδιο, αποσπασματικός, μερική, μερικής, μερικό, τμηματική