Passible στα ελληνικά

Μετάφραση: passible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευέξαπτος, αλγεινός, ευαίσθητος, ανταποκρινόμενος, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεικτικός, λογικός, οξύθυμος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, ενδέχεται να, που ενδέχεται να, μπορεί να, ικανή να, υπόκεινται σε
Passible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ajustant στα ελληνικά - ρύθμιση, προσαρμογή, την προσαρμογή, ρύθμισης, τη ρύθμιση
  • barème στα ελληνικά - κλιμάκωση, κλίμακας, καντράν, λέπι, κλίμακα, μέγεθος, ζυγαριά
  • batailleur στα ελληνικά - αμφιλεγόμενος, φιλόνικος, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος, ερειστικός, καβγατζής, πικρόχολος, ...
Τυχαίες λέξεις
Passible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, αλγεινός, ευαίσθητος, ανταποκρινόμενος, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεικτικός, λογικός, οξύθυμος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, ενδέχεται να, που ενδέχεται να, μπορεί να, ικανή να, υπόκεινται σε