Pistolet στα ελληνικά
Μετάφραση: pistolet, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agrément στα ελληνικά - αναψυχή, αποδοχή, επευφημώ, παρεκτροπή, επευφημίες, επευφημία, παιχνίδι, ...
- articulez στα ελληνικά - ευκρινής, έναρθρος, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
- caressant στα ελληνικά - χαϊδευτικός, χαϊδεύει, χάδια, χαϊδεύει το, τα χάδια
Τυχαίες λέξεις
Pistolet στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, όπλο, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού