Préhension στα ελληνικά
Μετάφραση: préhension, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, καταλαμβάνω, φτάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, συλληπτική ικανότητα, η συλληπτική ικανότητα, συλληπτική, η συλληπτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accepta στα ελληνικά - Αποδεκτές, Δεκτές, αποδεκτή, Αποδεκτό, τις αποδεκτές
- acompte στα ελληνικά - προβαίνω, προχωρώ, προκαταβάλλω, επαναθέτω, πρόοδος, προσχώνω, ίζημα, ...
- baobab στα ελληνικά - Baobab, αδανσωνιών, μπαομπάμπ
- captura στα ελληνικά - συλλαμβάνονται, κατέλαβε, συλλαμβάνεται, συλληφθεί, σταματούν
Τυχαίες λέξεις
Préhension στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, καταλαμβάνω, φτάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, συλληπτική ικανότητα, η συλληπτική ικανότητα, συλληπτική, η συλληπτική
Μεταφράσεις: πιάνω, καταλαμβάνω, φτάνω, κατάσχω, λαβή, κράτημα, σύλληψη, συλληπτική ικανότητα, η συλληπτική ικανότητα, συλληπτική, η συλληπτική