Prêter στα ελληνικά
Μετάφραση: prêter, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζομαι, πληροφορώ, δάνειο, επιχορηγώ, δανεισμός, νοίκι, εφαρμόζω, μεταβιβάζω, αφήνω, χορηγώ, υποτροφία, δανείζω, επιτρέπω, απονέμω, παραχωρώ, παρέχω, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adossons στα ελληνικά - ακουμπώ, άπαχος, κλίνω, γέρνω
- apprêtée στα ελληνικά - γεμάτοι, ασταρώνονται, των ακροφυσίων, ακροφυσίων, ασταρωθεί
- assiégeons στα ελληνικά - πολιορκώ, πιέζω, πολιορκούν, πολιορκήσει, πολιορκήσουν, πολιορκήσει την
- basculèrent στα ελληνικά - αιωρηθείσα, αιωρούμενη, αιωρηθεί, αιωρείται, αιωρήσεως
Τυχαίες λέξεις
Prêter στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζομαι, πληροφορώ, δάνειο, επιχορηγώ, δανεισμός, νοίκι, εφαρμόζω, μεταβιβάζω, αφήνω, χορηγώ, υποτροφία, δανείζω, επιτρέπω, απονέμω, παραχωρώ, παρέχω, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Μεταφράσεις: δανείζομαι, πληροφορώ, δάνειο, επιχορηγώ, δανεισμός, νοίκι, εφαρμόζω, μεταβιβάζω, αφήνω, χορηγώ, υποτροφία, δανείζω, επιτρέπω, απονέμω, παραχωρώ, παρέχω, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια