Prendre στα ελληνικά
Μετάφραση: prendre, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλώ, αιχμαλωσία, απολαβή, πυξίδα, κατάσχω, λαβή, σφίγγω, εργοστάσιο, εισάγω, υιοθετώ, συλλέγω, καταλαμβάνω, προσκτώμαι, παραδέχομαι, κλώσημα, παραλαμβάνω, καταλαμβάνουν, ανάληψη, αναλάβουν, αναλάβει, διαρκέσει έως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affila στα ελληνικά - γωνίες, ακονισμένο, κόψης, άκρες, έφτασε
- aplatit στα ελληνικά - ισοπεδώνει, Διπλώνεται, ισιώνει, επιπεδώνεται, γίνεται ισοπέδωση
- atome στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- bricolé στα ελληνικά - hacked, χαραχτεί, παραβίασε, σιδηροπρίονο, εισβολή
Τυχαίες λέξεις
Prendre στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλώ, αιχμαλωσία, απολαβή, πυξίδα, κατάσχω, λαβή, σφίγγω, εργοστάσιο, εισάγω, υιοθετώ, συλλέγω, καταλαμβάνω, προσκτώμαι, παραδέχομαι, κλώσημα, παραλαμβάνω, καταλαμβάνουν, ανάληψη, αναλάβουν, αναλάβει, διαρκέσει έως
Μεταφράσεις: αντλώ, αιχμαλωσία, απολαβή, πυξίδα, κατάσχω, λαβή, σφίγγω, εργοστάσιο, εισάγω, υιοθετώ, συλλέγω, καταλαμβάνω, προσκτώμαι, παραδέχομαι, κλώσημα, παραλαμβάνω, καταλαμβάνουν, ανάληψη, αναλάβουν, αναλάβει, διαρκέσει έως