Rénover στα ελληνικά
Μετάφραση: rénover, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταρρύθμιση, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, μεταρρυθμίζω, ανακτώ, ανακαινίζω, ανασχηματισμός, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adultérée στα ελληνικά - νοθευμένων, νοθευμένο, νοθευμένα, νοθευμένου, το νοθευμένο
- alarmiste στα ελληνικά - σπερμοφόρος, κινδυνολογία, κινδυνολογίες, κινδυνολογικές, κινδυνολόγος
- alluvial στα ελληνικά - προσχωματικός, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, προσχωσιγενείς, προσχωσιγενών
- commentent στα ελληνικά - σχολιάζω, σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια
Τυχαίες λέξεις
Rénover στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, μεταρρυθμίζω, ανακτώ, ανακαινίζω, ανασχηματισμός, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
Μεταφράσεις: μεταρρύθμιση, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, μεταρρυθμίζω, ανακτώ, ανακαινίζω, ανασχηματισμός, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των