Rétrécir στα ελληνικά
Μετάφραση: rétrécir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπή, χαλιναγωγώ, περιορίζω, σφίγγω, συρρικνώνομαι, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, ελαττώνω, προσβάλλομαι, προκρίνομαι, μπαίνω, κράσπεδο, οριοθετώ, συστέλλομαι, συστέλλω, οροθετώ, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accumula στα ελληνικά - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
- bauxite στα ελληνικά - βωξίτης, βωξίτη, του βωξίτη, ο βωξίτης
- béatifier στα ελληνικά - μακαρίζω
- chaussure στα ελληνικά - παπούτσι, υποδήματα, πεταλώνω, παπούτσια, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Rétrécir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπή, χαλιναγωγώ, περιορίζω, σφίγγω, συρρικνώνομαι, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, ελαττώνω, προσβάλλομαι, προκρίνομαι, μπαίνω, κράσπεδο, οριοθετώ, συστέλλομαι, συστέλλω, οροθετώ, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Μεταφράσεις: κοπή, χαλιναγωγώ, περιορίζω, σφίγγω, συρρικνώνομαι, τσιγκουνεύομαι, κόψιμο, ελαττώνω, προσβάλλομαι, προκρίνομαι, μπαίνω, κράσπεδο, οριοθετώ, συστέλλομαι, συστέλλω, οροθετώ, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης