Renflé στα ελληνικά
Μετάφραση: renflé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιτσούνι, περιστεράκι, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abritées στα ελληνικά - προστατευμένη, προστατευόμενα, προφυλαγμένη, προφυλαγμένα, προστατευμένο
- aigrissez στα ελληνικά - είναι, να είναι, να, ήταν
- cimentez στα ελληνικά - μπετό, λάσπη, τσιμέντο, Cement, Τσιμέντου, Τσιμεντενέσεις, Τσιμέντων
Τυχαίες λέξεις
Renflé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιτσούνι, περιστεράκι, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
Μεταφράσεις: πιτσούνι, περιστεράκι, διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο