Repoussant στα ελληνικά
Μετάφραση: repoussant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζοφερός, απωθητικός, βδελυρός, άρρωστος, αντιπαθητικός, απεχθής, φριχτός, αποκρουστικός, αποκρουστική, αποκρουστικό, απωστική, απωθητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adorant στα ελληνικά - λατρεία, λατρευτική, λατρείας, λατρευτικό, λατρευτικές
- animisme στα ελληνικά - ανιμισμός, ανιμισμού, ανιμισμό, animism, τον ανιμισμό
- anthropophagie στα ελληνικά - καννιβαλισμός, κανιβαλισμός, κανιβαλισμού, κανιβαλισμό, ο κανιβαλισμός
- civique στα ελληνικά - ευπροσήγορος, του πολίτη, πολίτη, των πολιτών, πολιτών, κοινά
Τυχαίες λέξεις
Repoussant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζοφερός, απωθητικός, βδελυρός, άρρωστος, αντιπαθητικός, απεχθής, φριχτός, αποκρουστικός, αποκρουστική, αποκρουστικό, απωστική, απωθητική
Μεταφράσεις: ζοφερός, απωθητικός, βδελυρός, άρρωστος, αντιπαθητικός, απεχθής, φριχτός, αποκρουστικός, αποκρουστική, αποκρουστικό, απωστική, απωθητική