Λέξη: ενοικιάζω

Συνώνυμα: ενοικιάζω

αφήνω, επιτρέπω, αφίνω, νοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, προσλαμβάνω, μισθώνω, εκμισθώνω, ενοικιάζομαι

Μεταφράσεις: ενοικιάζω

ενοικιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rent, let out, hire, rent out

ενοικιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrendar, arriendo, alquilar, alquiler, renta, en alquiler, de alquiler

ενοικιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reißen, zerfleischen, mietpreis, vermieten, pachtzins, wohnungsmiete, pacht, miete, zerrissen, hausmiete, mieten, Miete, Vermietung

ενοικιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
louent, pension, arrenter, prêter, accensez, fissure, déchirure, fermage, loyer, louer, accensons, arrentons, accenser, arrentent, bailler, bail, location, le loyer, loyers

ενοικιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appigionare, affittare, noleggiare, affitto, noleggio, in affitto

ενοικιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glória, alugar, aluguer, aluguel, renda, arrendar

ενοικιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huren, huur, scheur, pachten, verhuren, huurprijs, te huur, verhuur

ενοικιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дыра, надрыв, нанимать, расселина, рента, квартплата, нанять, оброк, разрыв, прокат, аренда, арендовать, плата, пройма, прореха, щель, аренду, аренды, в аренду

ενοικιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
husleie, leie, leien, utleie, husleien

ενοικιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hyra, hyran, uthyrning, uthyres, hyres

ενοικιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halkeama, vuokrata, korko, ottaa, repeämä, vuokra, vuokrattavana, vuokraa, vuokrattavissa, vuokran

ενοικιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes

ενοικιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
najmout, nájemné, nájem, pachtovat, činže, pronajmout, důchod, pacht, pronájem, pronájmu, Půjčovna

ενοικιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
najem, podrzeć, dzierżawa, wynająć, wynajem, czynsz, dzierżawić, renta, nająć, wynajmować, wypożyczalnia, wypożyczyć, wypożyczać, odnająć, wypożyczenie, wynajęcie, wynajęcia

ενοικιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járadék, lakbér, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj

ενοικιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kira, Kiralık, Satılık, KİRALIK, kiralamak

ενοικιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
славетний, відомий, оренда, Аренда, прокат, здам

ενοικιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qira, me qira, qiraja, qirasë, qera

ενοικιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наем, под наем, рента, аренда

ενοικιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арэнда, Аренда

ενοικιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üürima, rent, üür, üüri, rendiks, üürimine

ενοικιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
najam, rent, najamnina, iznajmiti, stanarina

ενοικιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsaleiga, leiga, leigu, Leigan, leigja

ενοικιάζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pensio

ενοικιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą

ενοικιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īre, noma, īres, rent, īres maksa

ενοικιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изнајмување, кирија, киријата, закуп, под изнајмување

ενοικιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chirie, inchiriat, inchiriere, închiriat, chiria

ενοικιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
najeti, nájem, nájemné, rent, najemnina, najem, najemnine, izposoja

ενοικιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
najať, čiaže, nájomné, nájom, nájomného, prenájom
Τυχαίες λέξεις