Richement στα ελληνικά
Μετάφραση: richement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμοδιότητα, περιοχή, περιουσία, κτήση, κυριαρχία, καλός, πλούσια, αγαθός, πλουσίως, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astigmatisme στα ελληνικά - αστιγματισμός, Ο αστιγματισμός, τον αστιγματισμό, του αστιγματισμού, αστιγματισμός Ο
- barde στα ελληνικά - πανοπλία, βάρδος, Bard, βάρδου, βάρδων, βάρδο
- barje στα ελληνικά - Barje
Τυχαίες λέξεις
Richement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα, περιοχή, περιουσία, κτήση, κυριαρχία, καλός, πλούσια, αγαθός, πλουσίως, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly
Μεταφράσεις: αρμοδιότητα, περιοχή, περιουσία, κτήση, κυριαρχία, καλός, πλούσια, αγαθός, πλουσίως, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly