Λέξη: σύνταξη

Σχετικές λέξεις: σύνταξη

σύνταξη χηρείας, σύνταξη ικα απριλίου 2014, σύνταξη αναπηρίας, σύνταξη ογα, σύνταξη δημοσίου, σύνταξη εκπαιδευτικών, σύνταξη βιογραφικού, σύνταξη στα 62, σύνταξη ικα, σύνταξη στα 50, σύνταξη οαεε

Συνώνυμα: σύνταξη

συντακτικό, συγγραφή, συγγραφικό δικαίωμα, συλλογή, απάνθισμα

Μεταφράσεις: σύνταξη

σύνταξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pension, syntax, compilation, drafting, drawing up

σύνταξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renta, retiro, pensión, sintaxis, la sintaxis, sintaxis de, de sintaxis, la sintaxis de

σύνταξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pension, rente, Syntax

σύνταξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retraite, revenu, pension, rente, syntaxe, la syntaxe, syntaxe de, une syntaxe, syntaxique

σύνταξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pensionare, reddito, assegnamento, pensione, sintassi, la sintassi, di sintassi, sintassi di, della sintassi

σύνταξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pensão, sintaxe, de sintaxe, sintaxe de, a sintaxe, sintaxe do

σύνταξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pensioen, syntaxis, zinsbouw, syntax, de syntaxis

σύνταξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пансион, пенсия, пансионат, синтаксис, синтаксиса, синтаксическая, синтаксисом

σύνταξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pensjon, pensjonat, syntaks, syntax, Syntaksen

σύνταξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pension, syntaxen, syntax

σύνταξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korko, eläke, täysihoitola, syntaksi, syntaksia, syntaksin, syntaksista, syntaksissa

σύνταξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pension, syntaks, syntaksen, syntax

σύνταξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
penze, penzión, výslužba, důchod, syntax, syntaxe, syntaxi, syntaktická, skladba

σύνταξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
renta, emerytura, dożywocie, składnia, składni, składnię, syntax

σύνταξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
panzió, nyugdíj, szintaxis, szintaxist, szintaxisa, szintaktikai, szintaxisát

σύνταξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pansiyon, sözdizimi, sözdizimini, sözdizim, söz dizimi

σύνταξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пенсійний, пенсія, пансіонат, пансіон, синтаксис

σύνταξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sintaksë, Sintaksa, sintaksës, sintaksën, Sintaksa e

σύνταξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пансион, синтаксис, синтаксиса, синтактична, синтактичен, синтаксис на

σύνταξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сінтаксіс, сінтаксісу

σύνταξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pension, süntaks, süntaksi, süntaksit, süntaksis, süntaksiga

σύνταξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pansion, penzija, mirovina, sintaksa, sintakse, sintaksu, sintaktička, sintaksi

σύνταξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
setningafræði, málskipan

σύνταξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pensija, sintaksė, sintaksės, sintaksę, Šalinimų, syntax

σύνταξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pensija, sintakse, sintakses, sintaksi, sintaksē

σύνταξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
синтакса, синтаксата, синтаксички, синтакса за, на синтаксата

σύνταξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pensie, sintaxă, sintaxa, de sintaxă, sintaxei, a sintaxei

σύνταξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sintaksa, skladnja, sintakso, skladnje, syntax

σύνταξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
penze, dôchodok, syntax, syntaxe, vetná skladba

Στατιστικά δημοτικότητας: σύνταξη

Τυχαίες λέξεις