Λέξη: κατάκτηση
Σχετικές λέξεις: κατάκτηση
κατάκτηση τησ μητρικήσ γλώσσασ, κατάκτηση 1453, κατάκτηση της ελλάδας από τους ρωμαίους, κατάκτηση της σελήνης, κατάκτηση της γλώσσας, κατάκτηση της δύσης, κατάκτηση συνώνυμο, κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, κατάκτηση συνώνυμα, κατάκτηση του διαστήματος
Συνώνυμα: κατάκτηση
κατάληψη, κυρίευση, υποταγή, υποτέλεια, καθυπόταξη, υποβολή, δάμαση
Μεταφράσεις: κατάκτηση
κατάκτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conquest, conquering, winning, win, conquest of
κατάκτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conquista, la conquista, conquistas, conquista de, conquistar
κατάκτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eroberung, verführung, Eroberung, Eroberungs, Eroberungen, Überwindung
κατάκτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
victoire, conquête, acquisition, triomphe, séduction, prise, la conquête, conquête de, conquêtes, de conquête
κατάκτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conquista, la conquista, conquiste, di conquista
κατάκτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conquista, conquistas, a conquista, conquest, conquistar
κατάκτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verovering, overwinning, veroveren, veroveringen, de verovering
κατάκτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
победа, тот, завоевание, покорение, завоевания, захват, покорения
κατάκτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erobringen, erobring, erobringer, erobret, erobre
κατάκτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
erövringen, erövring, erövra, erövrings, erövrandet
κατάκτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valloitus, valloituksen, valloitusta, valloitukseen, conquest
κατάκτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erobring, erobringen, erobringer, erobre
κατάκτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vítězství, dobytí, výboj, výdobytek, dobývání, dobytím, podmanění
κατάκτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobycie, zwycięstwo, pokonanie, podbój, podboju, conquest, podbojem
κατάκτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hódítás, meghódítás, honfoglalás, meghódítása, hódító, hódítást
κατάκτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayartma, fetih, fethi, fethedilmesi, conquest
κατάκτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отой, підкорення, скорення, завоювання, той, здобуття
κατάκτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushtim, pushtimit, pushtimi, pushtimin, pushtimit të
κατάκτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завоевание, завладяването, завладяване, завоевания, завоюване
κατάκτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заваёва, заваяванне, заваёву, заваёўванне
κατάκτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alistamine, vallutus, vallutamist, vallutamine, vallutamise, vallutust
κατάκτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobjeda, osvajanja, osvajanje, osvajanju, osvajanjem
κατάκτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
landvinninga, Conquest, lögðu, lögðu undir sig
κατάκτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkariavimas, Conquest, užkariavimo, užkariavimą, nugalėjimas
κατάκτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzvara, iekarošana, Conquest, iekarošanas, iekarojums
κατάκτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
освојувањето, освојувања, освојување, освојувачки, освојувањата
κατάκτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cucerire, cucerirea, cuceriri, cuceririi, de cucerire
κατάκτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osvajanja, Zmage, Osvojena, conquest, osvojitev
κατάκτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobytie, dobytí, dobitie, dobytia, dobytiu