S'ébattre στα ελληνικά

Μετάφραση: s'ébattre, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκέδαση, ευθυμία, τρέλες, παίζουν περίπου
S'ébattre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • armé στα ελληνικά - ένοπλος, ένοπλες, ενόπλων, ένοπλη, ένοπλων
  • bissac στα ελληνικά - σακούλα, θύλακας, πορτοφόλι, το πορτοφόλι, πορτοφολιού, χαρτοφυλακίου, πορτοφολιών
  • bondés στα ελληνικά - συνωστισμό, συνωστισμός, πολυσύχναστες, πολυσύχναστα, γεμάτο
  • commis στα ελληνικά - υπάλληλος, αφοσιωμένη, δεσμεύεται, δεσμευμένη, προσηλωμένη, δεσμευτεί
Τυχαίες λέξεις
S'ébattre στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκέδαση, ευθυμία, τρέλες, παίζουν περίπου