S'épaissir στα ελληνικά

Μετάφραση: s'épaissir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, πήζω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
S'épaissir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acérée στα ελληνικά - αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
  • administrés στα ελληνικά - χορηγείται, χορηγηθεί, χορηγούνται, χορηγήθηκε, χορηγηθούν
  • blessant στα ελληνικά - υβριστικός, δηκτικός, προσβλητικός, καταχρηστικός, τραυματισμός, τραυματισμό, τον τραυματισμό, ...
  • bâiller στα ελληνικά - χασμουριέμαι, χασμουρητό, το χασμουρητό, χασμουριόμαστε, να χασμουριέται, λέμβος
Τυχαίες λέξεις
S'épaissir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει