S'intensifier στα ελληνικά
Μετάφραση: s'intensifier, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμακώνομαι, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abusée στα ελληνικά - κατάχρηση, κακοποιηθεί, καταχράστηκε, καταχραστεί, κατάχρηση της
- bursite στα ελληνικά - θυλακίτιδα, θυλακίτιδας, της θυλακίτιδας, θυλακίτιδος, η θυλακίτιδα
- claquemurer στα ελληνικά - φυλακή, περιορίζω, κοντά, περιστέλλω, φυλακίζω, αποπνιχτικός, κλειδαριά, ...
- concentrés στα ελληνικά - συμπυκνωμένος, συμπυκνώθηκε, συμπυκνώνεται, συμπυκνωμένο, συγκεντρώθηκε
Τυχαίες λέξεις
S'intensifier στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμακώνομαι, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Μεταφράσεις: κλιμακώνομαι, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν