Sèche στα ελληνικά
Μετάφραση: sèche, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ξηρός, ξερός, φλογισμένος, καυτερός, τσιγάρο, μπαγιάτικος, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abdiqué στα ελληνικά - παραιτήθηκε, παραιτήθηκε από, abdicated, παραίτησή, παραίτησή του
- absente στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
- alignèrent στα ελληνικά - παρατάσσονται, παραταχθεί, που παρατάσσονται, παρατάσσονται για, ευθυγραμμισμένο
Τυχαίες λέξεις
Sèche στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξερός, φλογισμένος, καυτερός, τσιγάρο, μπαγιάτικος, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
Μεταφράσεις: στεγνός, ξηρός, ξερός, φλογισμένος, καυτερός, τσιγάρο, μπαγιάτικος, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή