Sarcastique στα ελληνικά
Μετάφραση: sarcastique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκαστικός, δηκτικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις
- babines στα ελληνικά - μπριζόλες, παϊδάκια, μπριζόλα, τις μπριζόλες, παιδάκια
- bécot στα ελληνικά - φιλώ, φιλί, φίλημα
- chiffrée στα ελληνικά - κρυπτογραφημένα, κρυπτογραφημένη, κρυπτογραφημένο, κρυπτογραφημένων, κρυπτογραφημένες
- compilée στα ελληνικά - καταρτίζονται, συγκεντρώνονται, που καταρτίζονται, συνταχθεί, καταρτίζεται
Τυχαίες λέξεις
Sarcastique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, δηκτικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί
Μεταφράσεις: σαρκαστικός, δηκτικός, καυστικός, σαρκαστική, σαρκαστικό, σαρκαστικά, σαρκαστικοί