Sceptique στα ελληνικά
Μετάφραση: sceptique, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apposition στα ελληνικά - εφαρμογή, χρήση, προσήλωση, αίτηση, παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, ...
- bondissent στα ελληνικά - γκελ, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
- commercée στα ελληνικά - διαπραγματεύονται, αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύσιμες, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διαπραγμάτευση
Τυχαίες λέξεις
Sceptique στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί
Μεταφράσεις: δύσπιστος, σκεπτικιστής, σκεπτικός, σκεπτικισμό, επιφυλακτικοί, σκεπτικοί