Simultanément στα ελληνικά
Μετάφραση: simultanément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- calque στα ελληνικά - εμπριμέ, αντίγραφο, τυπώνω, αντιγράφω, αντίτυπο, στρώμα, στιβάδα, ...
- casuistique στα ελληνικά - σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
- cisèle στα ελληνικά - σμίλες, καλέμια, κοπίδια, chisels
Τυχαίες λέξεις
Simultanément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και