Λέξη: ερειστικός

Σχετικές λέξεις: ερειστικός

ερειστικός ιστός

Μεταφράσεις: ερειστικός

ερειστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
argumentative, ereistikos

ερειστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
argumentoso, ereistikos

ερειστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umstritten, beweiskräftig, ereistikos

ερειστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justificatif, raisonneur, acariâtre, querelleur, controversé, batailleur, ereistikos

ερειστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
показывающий, дискуссионный, аргус, свидетельствующий, ereistikos

ερειστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svárlivý, ereistikos

ερειστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sporny, ereistikos

ερειστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitatkozó, okoskodó, megmutató, logikus, bizonyítható, ereistikos

ερειστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спірний, логічний, заперечливий, дискусійний, ereistikos

ερειστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaidlushimuline, ereistikos

ερειστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ereistikos

ερειστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svárlivý, polemický, ereistikos
Τυχαίες λέξεις