Soin στα ελληνικά

Μετάφραση: soin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηδεμονία, φροντίζω, επιμέλεια, κράτηση, ενδιαφέρον, φύλαξη, προβληματισμός, ανησυχία, φιλοτεχνία, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Soin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bariolure στα ελληνικά - ετερογενής, ανακατεμένος
  • bouclons στα ελληνικά - επαναλέγω, επαναλάβει, πρόσδοσης
  • combustible στα ελληνικά - καύσιμο, καύσιμος, εύφλεκτος, τροφοδοτώ, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, ...
Τυχαίες λέξεις
Soin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηδεμονία, φροντίζω, επιμέλεια, κράτηση, ενδιαφέρον, φύλαξη, προβληματισμός, ανησυχία, φιλοτεχνία, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή