Surélévation στα ελληνικά
Μετάφραση: surélévation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερκατασκευή, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- admet στα ελληνικά - παραδέχεται, δέχεται, αναγνωρίζει, παραδέχεται ότι, ομολογεί
- astate στα ελληνικά - Άστατο, αστατίνη, αστάτιο, αστατίου, το αστάτιο
- cape στα ελληνικά - καζάκα, μπέρτα, μανδύας, κάπα, πατατούκα, ακρωτήριο, μανδύα, ...
Τυχαίες λέξεις
Surélévation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερκατασκευή, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης
Μεταφράσεις: υπερκατασκευή, ανύψωση, υψόμετρο, αύξηση, όψη, ανύψωσης