Tremble στα ελληνικά

Μετάφραση: tremble, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεύκη, τρομώδης, Aspen, λεύκα, Άσπεν, αγριόλευκας
Tremble στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agents στα ελληνικά - πράκτορες, παράγοντες, μέσα, παραγόντων, πρακτόρων
  • aînée στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
  • collaborateur στα ελληνικά - επικουρία, βοήθεια, συνδρομητής, αρωγή, συνέταιρος, συσχετίζω, βοηθός, ...
Τυχαίες λέξεις
Tremble στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεύκη, τρομώδης, Aspen, λεύκα, Άσπεν, αγριόλευκας