Trouvant στα ελληνικά
Μετάφραση: trouvant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρημα, κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ample στα ελληνικά - αρκετός, εύπορος, απέραντος, πελώριος, τεράστιος, πλατύς, άφθονος, ...
- aspirez στα ελληνικά - φιλοδοξώ, ποθώ, λαχταρώ, λαχταρούν, την επιζητούν, δίψασε
- autour στα ελληνικά - περίπου, από, περιοδεία, περί, γύρω, γεράκι, παρελθόν, ...
- aîné στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
Τυχαίες λέξεις
Trouvant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρημα, κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Μεταφράσεις: εύρημα, κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται