Unité στα ελληνικά

Μετάφραση: unité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακεραιότητα, ενότητα, μηχάνημα, οντότητα, αρμονία, τέχνασμα, μονάδα, ομοιομορφία, συσκευή, μονάδας, μονάδος
Unité στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • associent στα ελληνικά - συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
  • baleinier στα ελληνικά - φαλαινοθηρικό, σε φαλαινοθηρικό
  • chou-fleur στα ελληνικά - κουνουπίδι, το κουνουπίδι, κουνουπιδιού, του κουνουπιδιού, κουνουπίδια
  • comprit στα ελληνικά - κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, κατανοηθεί, αντιληπτό
Τυχαίες λέξεις
Unité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακεραιότητα, ενότητα, μηχάνημα, οντότητα, αρμονία, τέχνασμα, μονάδα, ομοιομορφία, συσκευή, μονάδας, μονάδος