Λέξη: λυσσαλέος

Σχετικές λέξεις: λυσσαλέος

λυσσαλέος συνώνυμα

Συνώνυμα: λυσσαλέος

φανατικός, λυσσασμένος, μανιώδης, έξαλλος, ακράτητος

Μεταφράσεις: λυσσαλέος

λυσσαλέος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rabid, furious, fierce

λυσσαλέος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rabioso, rabiosa, rabiosos, rabia, con rabia

λυσσαλέος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wütend, tollwütig, fanatisch, rasend, wild, tollwütigen

λυσσαλέος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
furieux, enragé, fanatique, forcené, enrage, rageur, enragés, enragée, atteint de la rage

λυσσαλέος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rabbioso, furioso, rabbiosa, fanatico, rabbiosi, rabid

λυσσαλέος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raivoso, fanático, furioso, radical, raivosos

λυσσαλέος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woest, dol, hondsdol, razend, dolle, rabiate, hondsdolle

λυσσαλέος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
яростный, бешеный, неистовый, оголтелый, бешеная, бешенные

λυσσαλέος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasende, rabiat, rabiate, rabid, rabide

λυσσαλέος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabiat, rabiata, rabiessmittad, rabid, rabies

λυσσαλέος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vesikauhuinen, hillitön, raivoisa, hurja, yltiöpäinen, rabid, raivokkaita, raivotautisen

λυσσαλέος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rabiat, rabiate, fanatisk, rabies, løbsk

λυσσαλέος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zuřivý, fanatický, vzteklý, vzteklinu, vzteklé, Zuřivý, vzteklí

λυσσαλέος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wściekły, fanatyczny, szalony, rozjuszony, wściekłe, rabid, były wściekłe

λυσσαλέος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elvakult, fanatikus, veszett, a fanatikus, ádáz

λυσσαλέος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kudurmuş, kuduz, rabid, kuduz bir, bağnaz

λυσσαλέος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
натовпи, скажений, шалений, шалене, скажене, дикий

λυσσαλέος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i tërbuar, tërbuar, të tërbuar, shfrenuar, egër

λυσσαλέος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бесен, бясно, побеснял, фанатичен, неистов

λυσσαλέος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шалёны, ашалелы, бешеный, кручаны, апантаны

λυσσαλέος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hullunud, märatsev, Kiihkomielinen, toodud marutaudis, marutaudis, marutõbise

λυσσαλέος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijesan, mahnit, bjesomučan, bijesni, bijesna, bijesne

λυσσαλέος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rabid

λυσσαλέος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiutęs, fanatiškas, kraštutinis, aršus

λυσσαλέος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traks, aizrautīgs, fanātisks, ārprātīgs

λυσσαλέος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фанатични, бесно, бесни, свиреп, бесен

λυσσαλέος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fanatic, turbat, turbată, înverșunat

λυσσαλέος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
steklega, Bjesomučan, Bijesan

λυσσαλέος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vášnivý, fanatický, spupný, nahnevaný, angry, vzteklý, zúrivý
Τυχαίες λέξεις