Utiliser στα ελληνικά
Μετάφραση: utiliser, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεονέκτημα, εφαρμόζω, ωφελώ, χρησιμεύω, άσκηση, χρησιμοποιώ, προτέρημα, επιρροή, ασκώ, αιτούμαι, χαίρω, χρήση, απολαμβάνω, όφελος, βάζω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assemblant στα ελληνικά - συναρμολόγηση, συναρμολόγησης, τη συναρμολόγηση, συναρμολογήσεως, την συναρμολόγηση
- cimentent στα ελληνικά - λάσπη, μπετό, τσιμέντο, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
- classification στα ελληνικά - ταξινόμηση, κατάταξη, ταξινόμησης, κατάταξης, την ταξινόμηση
Τυχαίες λέξεις
Utiliser στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεονέκτημα, εφαρμόζω, ωφελώ, χρησιμεύω, άσκηση, χρησιμοποιώ, προτέρημα, επιρροή, ασκώ, αιτούμαι, χαίρω, χρήση, απολαμβάνω, όφελος, βάζω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: πλεονέκτημα, εφαρμόζω, ωφελώ, χρησιμεύω, άσκηση, χρησιμοποιώ, προτέρημα, επιρροή, ασκώ, αιτούμαι, χαίρω, χρήση, απολαμβάνω, όφελος, βάζω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση