Λέξη: τρακτέρ

Σχετικές λέξεις: τρακτέρ

τρακτέρ μικρά, τρακτέρ kubota, τρακτέρ κόπηκε στη μέση μετά από σοβαρό τροχαίο ατύχημα στα τρίκαλα, τρακτέρ landini, τρακτέρ βιντεο, τρακτέρ καταπλάκωσε αγρότη, τρακτέρ φεντ, τρακτέρ ferguson, τρακτέρ deutz, τρακτέρ μεταχειρισμένα

Συνώνυμα: τρακτέρ

τραβών, ρυμουλκό αυτοκίνητο

Μεταφράσεις: τρακτέρ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tractor, tractors, the tractor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tractor, del tractor, tractores, tractor de, el tractor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stachelrad, schlepper, trecker, traktor, zugmaschine, ackerschlepper, Zugmaschine, Traktor, Schlepper
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tracteur, tracteurs, Tondeuse, le tracteur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattore, trattrice, trattori, del trattore, per trattore, usati
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trilha, tractor, linha, trator, tractores, do trator, tractor de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tractor, trekker, tractoren, voor tractoren, de trekker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трактор, тягач, трактора, тягачи, тракторов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
traktor, tractor, traktoren, trekk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
traktor, traktorn, traktorns
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
traktori, traktorin, vetopöytäauto, traktoriin, traktorien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
traktor, traktoren, traktorens, trækker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
traktor, tahač, traktory, traktoru, rider
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciągnik, traktor, ciągniki, ciągnika, tractor
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
traktor, vontató, traktort, traktorra, traktoron
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
traktör, tir, traktörü, çekici, çekiciler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трактор, тракторний, колісний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
traktor, traktori, traktorit, traktorin, traktorëve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трактор, трактора, трактори, влекач
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трактар, трактор
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traktor, traktori, traktorite, traktorile, traktoritüübile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
traktoru, tegljač, traktor, traktora, traktori
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dráttarvél, dráttarvélin, dráttarvélar, traktor, dráttarvéla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
traktorius, traktoriaus, vilkikas, traktorių, vilkiko
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traktors, traktori, vilcējs, traktora, traktoru
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трактор, трактори, тракторот, на трактор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tractor, tractorului, tractor de, tractor cu, de tractor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
traktor, vlačilec, tractor, traktor na, za traktorje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
traktor, traktora, traktory

Στατιστικά δημοτικότητας: τρακτέρ

Τυχαίες λέξεις