Vêtir στα ελληνικά

Μετάφραση: vêtir, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνομαι, ντύσιμο, διάταξη, φόρεμα, αμφίεση, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, ντύνω, επενδύω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
Vêtir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acouphènes στα ελληνικά - Εμβοές, εμβοή, Οι εμβοές, Η εμβοή, Tinnitus
  • amerri στα ελληνικά - προσγειώθηκε, εκφορτώνονται, εκφορτώθηκαν, που εκφορτώνονται, που εκφορτώθηκαν
  • aspérité στα ελληνικά - οξύτητα, δριμύτητα, τραχύτητα, σκληρότητα, βιαιότητα, των ανωμαλιών, τραχύτητος
  • champêtre στα ελληνικά - εξοχή, αγροτικός, πατρίδα, χώρα, αγροτικής, αγροτικές, αγροτική, ...
Τυχαίες λέξεις
Vêtir στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνομαι, ντύσιμο, διάταξη, φόρεμα, αμφίεση, εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, ντύνω, επενδύω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω