Ντύνομαι στα γαλλικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vêtent, revêtir, robe, vêtez, vêtons, habit, habillent, ficeler, habiller, habillement, apprêter, se, habillage, mise, accommoder, accoutrer, se déguiser, déguiser, se habiller, dress up
Ντύνομαι στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας γαλλικά, ντύνομαι στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα γαλλικά - natal, originaire, domestique, autochtone, natif, national, maternel, ...
  • ντόρος στα γαλλικά - vacarme, rumeur, tumulte, charivari, boucan, clameur, désordre, ...
  • ντύνω στα γαλλικά - costumer, habiller, robe, vêtements, habillement, habillage, habillez, ...
  • ντύσιμο στα γαλλικά - habillement, robe, habit, habiller, tenue, ficeler, costume, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vêtent, revêtir, robe, vêtez, vêtons, habit, habillent, ficeler, habiller, habillement, apprêter, se, habillage, mise, accommoder, accoutrer, se déguiser, déguiser, se habiller, dress up