Vaccin στα ελληνικά

Μετάφραση: vaccin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Vaccin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apaiser στα ελληνικά - χορταίνω, καταπραΰνω, ήρεμος, πραγματοποιώ, εξυπηρετώ, κατευνάζω, αποτελώ, ...
  • blindé στα ελληνικά - θωρακισμένος, θωρακισμένα, θωρακισμένο, τεθωρακισμένα, θωρακισμένων
  • casier στα ελληνικά - μέρος, ντουλάπι, σκι, τα σκι, για τα σκι, locker
Τυχαίες λέξεις
Vaccin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο