Εμβόλιο στα γαλλικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaccin, vaccination, inoculation, vaccins, vaccin contre, le vaccin, vaccinale
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας γαλλικά, εμβόλιο στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα γαλλικά - ébahissement, stupeur, émerveillement, bêtement, engourdissement, étonnement, torpeur, ...
- εμβρόντητος στα γαλλικά - muet, silencieux, étourdi, stupéfié, assommé, étourdis, abasourdi
- εμείς στα γαλλικά - on, nous, nous avons, que nous
- εμμένω στα γαλλικά - respecter, demeurer, habiter, attendre, persévèrent, détenir, persévérez, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vaccin, vaccination, inoculation, vaccins, vaccin contre, le vaccin, vaccinale
Μεταφράσεις: vaccin, vaccination, inoculation, vaccins, vaccin contre, le vaccin, vaccinale