Öl στα ελληνικά
Μετάφραση: öl, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις
- anrechnungen στα ελληνικά - Μειώσεις, Οι μειώσεις, μειώσεων, Η μείωση, Εκπτώσεις
- aufdrehen στα ελληνικά - δυναμώστε, εμφανιστείτε, εμφανιστούν, εμφανιστεί, μετατρέψει
- basiliken στα ελληνικά - βασιλικές, βασιλικών, βασιλικές που, βασιλικής
- behält στα ελληνικά - αποθεματικά, αποθεματικών, αποθέματα, αποθεμάτων, διατηρεί
Τυχαίες λέξεις
Öl στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ωμός, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου