Überzeugt στα ελληνικά
Μετάφραση: überzeugt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
που, εκείνος, πεπεισμένοι, πεπεισμένος, πεπεισμένο, πεπεισμένη, πεποίθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anmaßende στα ελληνικά - καταθλιπτικός, αγέρωχη, δεσποτικός, δεσποτικό, αυταρχική
- aufenthaltsraum στα ελληνικά - σαλόνι, καθιστικό, καθι, καθιστικού
Τυχαίες λέξεις
Überzeugt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: που, εκείνος, πεπεισμένοι, πεπεισμένος, πεπεισμένο, πεπεισμένη, πεποίθηση
Μεταφράσεις: που, εκείνος, πεπεισμένοι, πεπεισμένος, πεπεισμένο, πεπεισμένη, πεποίθηση