Abdichten στα ελληνικά

Μετάφραση: abdichten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, γράσο, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, καλαφατίζω, συνθέσεων καλαφατίσματος
Abdichten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abdestillieren στα ελληνικά - απόσταξη, Distil, αποστάζεται, αποστάξουν, απόσταξη και εν
  • abdichtend στα ελληνικά - σφράγιση, σφράγισης, στεγανοποίησης, στεγανοποίηση, σφραγίσεως
  • abdichtung στα ελληνικά - βούλα, φώκια, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Abdichten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, γράσο, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, καλαφατίζω, συνθέσεων καλαφατίσματος