Λέξη: άνομος

Σχετικές λέξεις: άνομος

άνεμος συνώνυμα

Συνώνυμα: άνομος

παράνομος, αθέμιτος, φαύλος, αισχρός

Μεταφράσεις: άνομος

άνομος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nefarious, lawless, iniquitous, lawless one

άνομος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infame, ilegal, sin ley, inicuo, anárquica, anárquico

άνομος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzlos, gesetzlosen, gesetzlose, lawless, gesetzloser

άνομος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
damnable, anarchique, sans foi ni loi, Lawless, sans loi

άνομος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senza legge, Lawless, la Lawless, illegale, fuorilegge

άνομος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica

άνομος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wetteloos, wetteloze, lawless, wettelozen, wetteloosheid

άνομος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесчестный, гнусный, нечестивый, низкий, беззаконный, Лоулесс, беззаконной, беззаконным, беззаконная

άνομος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lovløs, lovløse, lovløst, urettferdighet

άνομος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laglös, laglöst, laglösa, laglöse, lawless

άνομος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiton, laittomat, Lawless, laittomille, Lawlessin

άνομος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lovløse, lovløst, lovløs, lawless, det lovløse

άνομος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hanebný, nezákonný, Lawless, nezákonné, bez zákona, bez zákonů

άνομος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemoralny, niegodziwy, bezprawny, samowolny, anarchiczny, bezprawia, bezprawiem

άνομος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvényellenes, jogtalan, törvénytelen, törvényen kívüli, törvény nélküli

άνομος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanunsuz, kanunsuz bir, lawless, yasa tanımayan, Kanun tanımayan

άνομος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
низький, безчесний, нечестивий, беззаконний, злочинний

άνομος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa ligje, paudhë, pa ligj, i paudhë, i paligjshëm

άνομος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разюздан, незаконосъобразен, незаконен, беззаконният, беззаконна

άνομος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беззаконны

άνομος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebainimlik, seadusvastane, ülekohtune, seadusetu, Lawless, ülekohtustele

άνομος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nezakonit, Bezakonik, bezakonje, vlada bezakonje, bez zakona

άνομος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Lawless

άνομος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nežabotas, nelegaliomis, Samowolny, Anarchiczny, Ne paklūsta įstatymams

άνομος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nelikumīgs, patvaļīgs, visatļautības, tiesību neesamības

άνομος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заднината, нелегален, беззаконие, беззаконски, незаконско

άνομος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fără legi, nelegiuit, fără de lege, fărădelege, acel Nelegiuit

άνομος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brezpravni, brezpravnost, Lawless, brez zakonov, Razuzdan

άνομος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohavný, nezákonný, protizákonný, nelegálny, nezákonné, nezákonného
Τυχαίες λέξεις