Abgrenzung στα ελληνικά

Μετάφραση: abgrenzung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οροθεσία, ρέλι, μεθόριος, περιορίζω, σύνορο, διαχωρισμός, οριοθέτηση, οριοθέτησης, διαχωριστική, διαχωρισμού
Abgrenzung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgreifend στα ελληνικά - thumbing
  • abgrenzend στα ελληνικά - στεγανοποίηση, διαχωρισμού, διαμέρισης, στεγανοποιήσεως, διαμέριση
  • abgrenzungen στα ελληνικά - αναβαλλόμενος, αναβαλλόμενη, αναβαλλόμενες, αναβαλλόμενων, αναβαλλόμενης
  • abgriff στα ελληνικά - thumbed, Φυλλομέτρησα
Τυχαίες λέξεις
Abgrenzung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οροθεσία, ρέλι, μεθόριος, περιορίζω, σύνορο, διαχωρισμός, οριοθέτηση, οριοθέτησης, διαχωριστική, διαχωρισμού