Λέξη: στάμνα
Σχετικές λέξεις: στάμνα
στάμνα αιτωλοακαρνανίας, στάμνα κρουστό, σπασμένη στάμνα, στάμνα μουσικό όργανο, η στάμνα, στάμνα συνώνυμα
Συνώνυμα: στάμνα
δοχείο, κανάτα, τσίριγμα, κακοφωνία, τράνταγμα, υδρία, φυλακή, φρέσκο, σταμνί, τσουκάλι, ερείπιο, σαράβαλο, κανάτι, ρίπτων
Μεταφράσεις: στάμνα
στάμνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pitcher, crock, jar, jug, a pitcher
στάμνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cántaro, cacharro, jarro, trasto, jarra, lanzador, pitcher, lanzador de
στάμνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krug, klepper, werfer, Krug, Werfer, Pitcher, Kanne
στάμνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suie, cruche, broc, pichet, tesson, tacot, pot, lanceur, carafe
στάμνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brocca, lanciatore, pitcher, caraffa, brocca di
στάμνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poço, jarra, jarro, cântaro, bilha, arremessador, lançador
στάμνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruik, kan, werper, waterkruik, pitcher, werpster
στάμνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
черепок, кувшин, кринка, жбан, питчер, питчером, питчера
στάμνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krukke, mugge, pitcher, muggen, beholderen
στάμνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanna, pitcher, kannan, kruka, tillbringare
στάμνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pötypuhe, kanki, kannu, syöttäjä, pitcher, syöttäjästä, ruukku
στάμνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kande, pitcher, kanden, krukke, pitcheren
στάμνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střípek, kraksna, hrnec, džbán, nadhazovač, pitcher, džbánu
στάμνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kamerton, grat, skorupa, dzban, ramol, garnek, dzbanek, dzbanka, pitcher, miotacz
στάμνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dobójátékos, cserépdarab, kancsó, korsó, dobó, kancsót, kancsóból
στάμνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürahi, atıcı, pitcher, ibrik, testi
στάμνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глечик, глек, кувшин
στάμνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtambë, brokë, shtambë të, shtamba, shtambë me
στάμνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сажди, стомна, кана, водоноса, каната, питчер
στάμνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збан, збанок, гарлач
στάμνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kann, viskaja, kruusi, kruus, syöttäjästä
στάμνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krčag, bacač, ćup, vrč, pitcher, bacač je
στάμνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
könnu, Pitcher
στάμνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suodžiai, ąsotis, padavėjas, pitcher, ąsočio, Krūmo
στάμνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krūka, krūze, padevējs, krūzi, Saracēnija
στάμνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стомна, бокал, кана, стомната, водоноса
στάμνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ulcior, funingine, pitcher, ulciorul, aruncator, aruncător
στάμνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amfora, pitcher, vrč, metalec, Krila, Krčag
στάμνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
amfora, džbán, krčah, nádoba
Τυχαίες λέξεις