Ablegen στα ελληνικά

Μετάφραση: ablegen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Ablegen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ablaut στα ελληνικά - ετεροποίωση
  • ableben στα ελληνικά - ζουν, ζει, ζήσουν, ζήσει, ζούμε
  • ablegend στα ελληνικά - θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί, είναι σε θέση
  • ableger στα ελληνικά - γόνος, παρακλάδι, βλαστός, παραφυάδα, μπόλι, στρώμα, κλάδος
Τυχαίες λέξεις
Ablegen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθηκεύω, μαγαζί, βάζω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση