Abstammung στα ελληνικά

Μετάφραση: abstammung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, οικογένεια, γραμμή, φάρα, φυλή, ρυτίδα, παρατάσσω, ράτσα, απόθεμα, αίμα, προέλευση, παρακρατώ, καταγωγή, Προγόνων, καταγωγής, την καταγωγή, προγόνους
Abstammung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstammend στα ελληνικά - που προέρχονται, προέρχεται, που προέρχεται, προέρχονται, προερχόμενα
  • abstammungen στα ελληνικά - καταγωγές, σειρών, συγγενικές σειρές, γραμμώσεις, καταγωγών
  • abstand στα ελληνικά - χάσμα, κενό, χώρος, απόσταση, εκτόπισμα, μετατόπιση, διάστημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Abstammung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, οικογένεια, γραμμή, φάρα, φυλή, ρυτίδα, παρατάσσω, ράτσα, απόθεμα, αίμα, προέλευση, παρακρατώ, καταγωγή, Προγόνων, καταγωγής, την καταγωγή, προγόνους