Λέξη: σκοπιμότητα
Σχετικές λέξεις: σκοπιμότητα
σκοπιμότητα της ιδιωτικοποίησης, σκοπιμότητα λεξικό, σκοπιμότητα επιχειρηματικού σχεδίου, σκοπιμότητα ιδιωτικοποιήσεων, σκοπιμότητα έργου, σκοπιμότητα επένδυσης, σκοπιμότητα προταση, σκοπιμότητα συνώνυμο, σκοπιμότητα χωρίς σκοπό, σκοπιμότητα english
Συνώνυμα: σκοπιμότητα
κατορθωτό, φρονιμότητα, σκοπιμότης
Μεταφράσεις: σκοπιμότητα
σκοπιμότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expediency, advisability, feasibility, feasibility of, desirability, appropriateness
σκοπιμότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oportunidad, factibilidad, viabilidad, de viabilidad, de factibilidad, la viabilidad
σκοπιμότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweckmäßigkeit, ratsamkeit, Durchführbarkeit, Realisierbarkeit, Möglichkeit, Machbarkeits, Machbarkeit
σκοπιμότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
opportunité, opportunisme, pertinence, convenance, faisabilité, la faisabilité, possibilité, de faisabilité, faisabilité de
σκοπιμότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
convenienza, opportunità, fattibilità, di fattibilità, possibilità, la fattibilità, realizzabilità
σκοπιμότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viabilidade, de viabilidade, exequibilidade, possibilidade, a viabilidade
σκοπιμότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mogelijkheid, haalbaarheid, uitvoerbaarheid, haalbaar, de haalbaarheid
σκοπιμότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
целесообразность, правильность, соответствие, выгодность, возможность, осуществимость, осуществимости
σκοπιμότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjennomførbarhet, mulighets, muligheten, gjennomførbarheten, heten
σκοπιμότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
genomförbarhet, genomförbarhets, genomförbarheten, möjligheten, möjligheterna
σκοπιμότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toteutettavuus, toteutettavuutta, toteutettavuuden, toteutettavuustutkimuksen, toteutettavuudesta
σκοπιμότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemførlighed, muligheden, feasibility, gennemførligheden
σκοπιμότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vhodnost, účelnost, proveditelnost, proveditelnosti, realizovatelnost, uskutečnitelnost
σκοπιμότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dostosowanie, korzyść, właściwość, stosowność, oportunizm, praktyczność, wykonalność, wykonalności, prawdopodobieństwo
σκοπιμότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ajánlatosság, megvalósíthatósági, megvalósíthatóságát, megvalósíthatóság, megvalósíthatóságának, megvalósíthatósága
σκοπιμότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fizibilite, yapılabilirlik, fizibilitesi, bir fizibilite
σκοπιμότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доцільність, доцільно, відповідність, слушність, можливість, змогу
σκοπιμότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fizibilitetit, i fizibilitetit, fizibiliteti, realizueshmërisë, të fizibilitetit
σκοπιμότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приложимост, изпълнимост, осъществимост, осъществимостта, за осъществимост
σκοπιμότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магчымасць, магчымасьць
σκοπιμότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otstarbekus, soovitatavus, mõistlikkus, teostatavus, teostatavust, teostatavuse, teostatavusuuringu, otstarbekust
σκοπιμότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
probitačnost, opravdanost, izvodljivost, izvedivosti, izvodljivosti, izvedivost, opravdanosti
σκοπιμότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagkvæmni, hagkvæmnisathugun, hagkvæmni þess, við hagkvæmniathugun, hagkvæmniathugun
σκοπιμότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tinkamumas, galimumas, galimybių, pagrįstumo, įgyvendinamumą
σκοπιμότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespējamība, īstenojamība, iespējamības, iespējamību, priekšizpēte
σκοπιμότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
физибилити, изводливост, изводливоста, остварливост, за изводливост
σκοπιμότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fezabilitate, de fezabilitate, fezabilitatea, fezabilității
σκοπιμότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izvedljivosti, izvedljivost, o izvedljivosti
σκοπιμότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uskutočniteľnosť, realizovateľnosť, uskutočniteľnosti, realizovateľnosti, vykonateľnosť
Τυχαίες λέξεις