Allfällig στα ελληνικά

Μετάφραση: allfällig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιθανός, εφικτός
Allfällig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alles στα ελληνικά - όλος, τίποτα, όλα, όλες, πάντα, τα πάντα, όλα όσα
  • allesfresser στα ελληνικά - παμφάγο ζώο, παμφάγο, omnivore, παμφάγα, παμφάγων
  • allgegenwart στα ελληνικά - πανταχού παρουσία, πανταχού, πανταχού παρουσίας, ubiquity, γενικευμένης παρουσίας
  • allgegenwärtig στα ελληνικά - πανταχού παρών, πανταχού παρούσα, πανταχού, παντού, πανταχού παρόν
Τυχαίες λέξεις
Allfällig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιθανός, εφικτός