Altersschwach στα ελληνικά
Μετάφραση: altersschwach, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις
- altersgrau στα ελληνικά - παλιό, παλιά, παλαιά, παλαιών, παλιές
- altersgrenze στα ελληνικά - όριο ηλικίας, το όριο ηλικίας, ορίου ηλικίας, ηλικιακό όριο, οριο ηλικιας
- altersschwäche στα ελληνικά - γήρας, άνοιας, γεροντικής άνοιας, γεροντική άνοια, το γήρας
- altersteilzeit στα ελληνικά - μερική, μερικής, μερικό, τμηματική, επιμέρους
Τυχαίες λέξεις
Altersschwach στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα