Αδύναμος στα γερμανικά
Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwach, zerbrechlich, ohnmächtig, schwächliche, kraftlos, gebrechlich, altersschwach, matt, brüchig, schwachen, schwache, schwacher
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδύναμος
αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αδύναμος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αδυναμία στα γερμανικά - gebrechlichkeit, fragilität, labilität, zartheit, schwäche, anfälligkeit, Schwäche, ...
- αδυνατίζω στα γερμανικά - abnehmen, schmächtig, dünn, schlank, entkräften, schwächen, debilitate, ...
- αδύνατον στα γερμανικά - unerträglich, unvorstellbar, ausgeschlossen, unausstehlich, unerreichbar, unmöglich, nicht, ...
- αδύνατος στα γερμανικά - kümmerlich, schwach, schwachen, schwache, schwacher
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schwach, zerbrechlich, ohnmächtig, schwächliche, kraftlos, gebrechlich, altersschwach, matt, brüchig, schwachen, schwache, schwacher
Μεταφράσεις: schwach, zerbrechlich, ohnmächtig, schwächliche, kraftlos, gebrechlich, altersschwach, matt, brüchig, schwachen, schwache, schwacher