An στα ελληνικά
Μετάφραση: an, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προς, σε, να, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amüsiert στα ελληνικά - διασκεδάζει, διασκεδάζουν, διασκέδασε, διασκεδασμένος, διασκεδασμένο
- amüsierte στα ελληνικά - διασκεδάζει, διασκεδάζουν, διασκέδασε, διασκεδασμένος, διασκεδασμένο
- anabol στα ελληνικά - αναβολικά, αναβολική, αναβολικών, αναβολικό, αναβολικές
- anachronismus στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
Τυχαίες λέξεις
An στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προς, σε, να, για, με
Μεταφράσεις: προς, σε, να, για, με